- κοκκινομάγουλος
- -η, -οαυτός που έχει κόκκινα μάγουλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκκινομάγουλος — η, ο αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα … Dictionary of Greek
κοκκινομηλοφόρος — κοκκινομηλοφόρος, α, ο (Μ) αυτός που έχει τα μήλα τού προσώπου κόκκινα, κοκκινομάγουλος … Dictionary of Greek